3. ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 3
Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ
Panos filologos
γρόθος σηκώνεται νὰ πέφτει μὲ ὁρμή, ποὺ λὲς τρόμαξε καὶ πισωπάτησε ἐκείνη
φοβισμένη.
Ἔπειτα σκύφτει καὶ γλυκοφιλεῖ τ᾿ ἀδέρφια του. Χαϊδεύει τους τὰ χτυπημένα κορμιὰ
ἀνάλαφρα, σὰν νὰ φοβᾶται μὴν τὰ ξυπνήσει· κάτι τοὺς ψιθυρίζει μυστικὰ στ᾿ αὐτί,
θὲς παρηγοριά, θὲς μακρινὴν ὑπόσχεση. Ἔπειτα μὲ τὸ λάζο ἀρχίζει καὶ σκάφτει τὸν
τάφο τους. Παιδεύτηκε κάπου μιὰ ὥρα στὸν ἄμμο. Τὸν ἄνοιξε καλὰ ἀπίθωσε πρῶτα
τ᾿ ἀδέρφια, ἔπειτα τὸ ναύκληρο, κατόπιν τοὺς ναῦτες, κύλησε ἐπάνω πέτρες καὶ
χάλαρα. Ἔπειτα ἔπιασε πάλι τὴ στράτα του κι ἔφτασε στὰ Θεραπειά. Βρίσκει τὸ
βαπόρι, ἔφτασε πάλι στὸ μπάρκο του.
- Ἕτοιμα; ρωτᾷ τὸ γραμματικό.
- Ἕτοιμα.
- Βίρα ἄγκουρα!
Ὁ καπετὰν Ξυρίχης, ἀμίλητος, ἔπιασε τὴ θέση του στὸ κάσαρο κι ἐξακολουθήσαμε
τὸ ταξίδι.
Στένη: λιμάνι στο Νότιο Βόσπορο.
Μπουγάζι: στενό θαλασσινό πέρασμα - δίαυλος.
δρόλαπας: άνεμος με δυνατή βροχή.
κόφα: η θωράκιση του πλοίου στο κεντρικό κατάρτι.
Ρούμελη: η Ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου.
μετζίτι: τουρκικό νόμισμα.
σωτρόπια: σκληρά, ξύλινα κομμάτια στο εσωτερικό της καρίνας του πλοίου.
ασούσουμος: αγνώριστος.
3. Νοηματική απόδοση
Ο καπετάν Ξυρίχης κατευθύνεται στο τηλεγραφείο της Στένης, για να ενημερωθεί για
την τύχη του «Αρχάγγελου», του πλοίου στο οποίο βρίσκονταν και τα δυο του
αδέρφια. Η καταιγίδα τους εμπόδισε να συνεχίσουν μαζί το ταξίδι στη θάλασσα και ο
ίδιος μόλις που κατόρθωσε να αράξει το δικό του καράβι στο λιμάνι της Στένης. Στο
δρόμο δεν μπορούσε να μη σκέφτεται πως κάτι κακό ίσως να’ χε συμβεί. Γεμάτος
αγωνία φτάνει στο τηλεγραφείο και παραμερίζει τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί
έξω από μια θυρίδα, για να μάθει για τον «Αρχάγγελο». Ο τηλεγραφητής τον
πληροφόρησε πως το καράβι βούλιαξε και πως έχουν πνιγεί όλοι εκτός από δυο
παιδιά. Τα ονόματά τους ταιριάζουν με αυτά των αδερφών του, αλλά, όπως
αποδεικνύεται σύντομα, δεν είναι αυτά. Έτσι, με έντονη την ανησυχία στα μάτια ο
καπετάν-Ξυρίχης φεύγει από το τηλεγραφείο και φτάνει στον Αϊ-Γιώργη. Η φύση έχει
4. ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 4
Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ
Panos filologos
ηρεμήσει από την καταιγίδα. Η ψυχή όμως του καπετάνιου είναι γεμάτη απελπισία.
Παντού γύρω του βλέπει κομμάτια από ξύλο, σπασμένες βαρκούλες, λιβανιστήρια
και άλλα απομεινάρια που δημιουργούν μια τραγική εικόνα. Όλα είναι κομμάτια από
τον «Αρχάγγελο». Ανάμεσά τους τα κουφάρια των ναυτών και των αδερφών του,
αγνώριστα πια από το δαρμό της θάλασσας. Με πείσμα ζωής, φιλεί τα αδέρφια του,
σκάβει κοινό τάφο γι’ αυτά και τους συντρόφους τους και τους θάβει.
4. Ενότητες-πλαγιότιτλοι
1η ενότητα: «Μόλις αράξαμε στη Στένη ..... Δέκα - δώδεκα χρόνων»: Ο καπετάν
Ξυρίχης σπεύδει στο τηλεγραφείο για να ενημερωθεί για την τύχη των αδερφών του,
2η ενότητα: «Πάλι απελπισία ..... κι εξακολουθήσαμε το ταξίδι»: Η ταφή των
ναυαγών.
5. Οι δύο αντίθετοι χαρακτήρες
• Το βασικό πρόσωπο του διηγήματος ς ο καπετάν Ξυρίχης διακρίνεται για τα
αγνά αδελφικά και συντροφικά του αισθήματα, για την ανθρωπιά του. Είναι
ένας έμπειρος ναυτικός σκληροτράχηλος χωρίς «στεριανούς» τρόπους
συμπεριφοράς, αποφασιστικός, γεμάτος πείσμα και θάρρος αντιμετωπίζει με
ψυχραιμία ακόμη και τον θάνατο.
• Αντίθετα ο τηλεγραφητής είναι ο στεριανός που αντιμετωπίζει τα πάντα ως
καθημερινή ρουτίνα, δειλός και απρόσωπος, απαντάει με υπηρεσιακή
ψυχρότητα στις ερωτήσεις των συγγενών των αγνοούμενων.
6. Η τεχνική του διηγήματος
γλώσσα: δημοτική με ναυτικούς όρους
τόπος: το τηλεγραφείο στη στένη, η παραλία του Αι
Νικόλα
ύφος: λιτό, σύντομες προτάσεις, πολλά ρήματα
αφήγηση: χρονική
αφηγητής : Ξεκινά με α’ πρόσωπο και στη συνέχεια
θέλοντας να αποστασιοποιηθεί, για να φανεί ο
καπετάν ξυρίχης, συνεχίζει με γ’ πρόσωπο.
χρόνος : παρελθοντικός, κυριαρχεί ιστορικός ενεστώτας..
Εκφραστικά σχήματα:: πλούσιο σε εικόνες μεταφορές, παρομοιώσεις κ.α.
1. Εικόνες: Ο συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει τις δυσκολίες της ζωής των
Ελλήνων
ναυτικών και να σκιαγραφήσει το χαρακτήρα του ήρωά του. Για να το πετύχει
χρησιμοποιεί ιδιαίτερα παραστατικές εικόνες, όπως η εικόνα του καπετάν Ξυρίχη
που πηγαίνει όλος αγωνία στο τηλεγραφείο, η εικόνα της γαλήνιας φύσης,
η εικόνα με τα συντρίμμια του καραβιού και τα ανθρώπινα κουφάρια.
2. Προσωποποιήσεις: «συγνεφιασμένο το μέτωπο», «τους χώρισε ο χιονιάς».
3. Μεταφορές: «να μάθουν από το σύρμα», «μετρούσε θανάτους», «φωτιά κυλούσε
το δάκρυ».
4. Παρομοιώσεις: «συνέπαιρνε χαρές κι ελπίδες σαν δρόλαπας», «σαν
οδοντοχτύπημα
κρυωμένου», «λέει με φωνή σα χάδι».
5. Περιφράσεις: «μετρούσε θανάτους».
6. Χαρακτηριστικά επίθετα: «συγνεφιασμένο μέτωπο».
5. ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 5
Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ
Panos filologos
7. Η Ηθογραφία
Με τον όρο ηθογραφία αναφερόμαστε στην γενικότερη τάση που επικρατούσε στην
νεοελληνική λογοτεχνία της περιόδου 1880-1930 . Ο όρος σήμερα θεωρείται
προβληματικός, καθώς άρχισε να χρησιμοποιείται χωρίς να έχει οριστεί με ακρίβεια,
με αποτέλεσμα να υπάρχουν αντιφάσεις και διαφωνίες ως προς το ποια έργα
χαρακτηρίζονται ηθογραφικά. Επιπλέον, από τις αρχές του 20ου αι. ο όρος απέκτησε
αρνητική σημασία και χρησιμοποιήθηκε συχνά ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός.
Ως ηθογραφία ορίζεται η πιστή απεικόνιση της ζωής, των ηθών και των εθίμων μιας
συγκεκριμένης ομάδας. Κάποιοι μελετητές περιορίζουν τον όρο μόνο για την
απεικόνιση της ζωής του αγροτικού πληθυσμού και τα έργα που απεικονίζουν με
αντίστοιχο τρόπο τη ζωή στα αστικά κέντρα τα χαρακτηρίζουν «αστικά». Για
παράδειγμα ο Απόστολος Σαχίνης στην μελέτη του για το νεοελληνικό μυθιστόρημα
του 19ου και του 20ου αιώνα αναφέρει: «…το ηθογραφικό μυθιστόρημα, στα
τελευταία χρόνια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα και , με την είσοδο του
νέου αιώνα, το αστικό μυθιστόρημα» [1] και «το νεοελληνικό μυθιστόρημα κράτησε,
από τη γέννησή του ως το 1930, την ακόλουθη πορεία: ήταν πρώτα ιστορικό, έπειτα
ηθογραφικό, τέλος αστικό» [2]. Κατ’ άλλους όμως ο όρος ηθογραφία θα έπρεπε να
επεκταθεί και να χρησιμοποιείται και για τα έργα που διαδραματίζονται στα αστικά
κέντρα. Ο Mario Vitti αναφέρει ότι «και η αστικού περιβάλλοντος θεματολογία
μπορεί δικαιωματικά να περιληφθεί» [3], ενώ ο Παντελής Βουτουρής προτείνει την
διάκριση της ηθογραφίας σε «αστική» και «αγροτική» [48.
Νατουραλισμός
Ονομάζεται στη λογοτεχνία ένα ρεύμα που αναπτύχθηκε στη Γαλλία στα τέλη του
19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, κυρίως με τα έργα του Εμίλ Ζολά. Η
νατουραλιστική πεζογραφία είναι εξέλιξη της ρεαλιστικής και έχει πολλά κοινά
σημεία με αυτήν, αφού ξεκινά, όπως και η ρεαλιστική, από την επιθυμία της
απεικόνισης της πραγματικότητας με ακρίβεια και χωρίς ωραιοποίηση, αλλά διαφέρει
ως προς το φιλοσοφικό υπόβαθρο που διακρίνεται πίσω από τα νατουραλιστικά έργα.
Οι νατουραλιστές συγγραφείς πιστεύουν ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου
ρυθμίζεται από τους παράγοντες της κληρονομικότητας, του περιβάλλοντος και τις
πιέσεις της στιγμής, με αποτέλεσμα οι ήρωες των έργων τους να παρουσιάζονται ως
άτομα που δρουν με βάση τα εσωτερικά τους ένστικτα (κυρίως την πείνα και την
σεξουαλική επιθυμία) και υπό την επίδραση των κοινωνικών και οικονομικών
συνθηκών. Τα νατουραλιστικά έργα ξεχωρίζουν επίσης για την υπερβολικά
6. ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 6
Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ
Panos filologos
λεπτομερή απόδοση της πραγματικότητας, ακόμα και σε σκηνές ιδιαίτερα βίαιες, και
συχνά για το τραγικό τέλος, στο οποίο ο ήρωας συνήθως οδηγείται στην καταστροφή.
Άλλο εμφάνες χαρακτηριστικό στα έργα των νατουραλιστών είναι η απόδοση των
λόγων των ηρώων σε ελεύθερο πλάγιο λόγο.
Στην Ελλάδα ο νατουραλισμός κάνει την πρώτη του εμφάνιση με τη μετάφραση της
"Νανά" του Ε.Ζολά από τον Ιωάννη Καμπούρογλου το 1880. Είναι η πιο ακραία
εκδοχή του ρεαλισμού. Καταγγέλει την κοινωνική εξαθλίωση και γενικά τις
απαράδεκτες συνθήκες ζωής. Οι νατουραλιστές συγγραφείς επιλέγουν ιδιαίτερα
προκλητικά θέματα από το περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Οι ήρωες είναι οι
απόκληροι και τα θύματα της κοινωνίας, οι καταπιεσμένοι, οι αδικημένοι, άτομα του
υπόκοσμου. Στη νεοελληνική πεζογραφία νατουραλιστικά στοιχεία συναντάμε σε
πολλά πεζά κείμενα του 19ου αι. και αρχές του 20ου αι. με κυριότερο το "Ζητίανο"
του Καρκαβίτσα. (βικιπαιδεία)
9. Καρκαβίτσας Ανδρέας: Βιογραφικό
Γεννήθηκε στα Λεχαινά Ηλείας το 1866 κι ήταν το μεγαλύτερο από τα 11 παιδιά
της οικογένειας. Φοίτησε στο γυμνάσιο της Πάτρας και το 1882 γράφτηκε στην
Ιατρική Σχολή Αθήνας. Αρχικά δοκίμασε να ασχοληθεί με την ποίηση και το 1884
σχεδίαζε να εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο "Απαρχαί". Από το 1885 άρχισε
τακτική συνεργασία μ' εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Δημοσίευε κείμενα
ποικίλου περιεχομένου: διηγήματα και νουβέλες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις,
λαογραφικά κείμενα, άρθρα γλωσσικά, πολιτικοκοινωνικά κ.α. Συχνά
χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Πέτρος Αβράμης. Οι πρώτες πεζογραφικές
απόπειρές του ήταν μυθιστορήματα ερωτικής ή ιστορικής έμπνευσης, εμπνευσμένα
από το κλίμα του φθίνοντος τότε ρομαντισμού στην πεζογραφία. Στο αρχείο του
βρέθηκαν πολλά προσχέδια τέτοιων έργων.
Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο το 1888. Το 1890 δημοσιεύεται το πρώτο
εκτενές, μετά τα διηγήματά του, έργο: η νουβέλα "Η Λυγερή".Το κεντρικό της θέμα
είναι η ζωή των γυναικών στην αγροτική κοινωνία. Στα 1892-94 εργάστηκε σα
γιατρός σε πλοίο και ταξίδεψε πολύ. Ύστερα κατατάχθηκε στο στρατό ως μόνιμος
ανθυπίατρος. Έτσι γνώρισε από κοντά την επαρχία: Ηπειρο, Θεσσαλία, Κυκλάδες
κ.τ.λ. Το επόμενο εκτενές έργο του είναι "Ο Ζητιάνος" (ΕΣΤΙΑ 1896), εξαιρετικό
δείγμα νατουραλισμού, που αναφέρεται στις συνθήκες εξαθλίωσης της ζωής των
χωρικών. Το 1897 συμμετείχε στη Κρητική Επανάσταση ως εθελοντής γιατρός. Το
τελευταίο μυθιστόρημά του "Αρχαιολόγος" (1904) θεωρείται λιγότερο επιτυχημένο.
Εκφράζει με συμβολικό τρόπο τις απόψεις του για τη πορεία που πρέπει ν'
ακολουθήσει η χώρα.
Το 1909 συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί μέλος του Στρατιωτικού
Συνδέσμου. Τα δυο αυτά ιστορικά γεγονότα επηρεάσανε τη συνείδηση και κατά
συνέπεια τη λογοτεχνική δημιουργία του καθώς κι ολόκληρου του τότε λογοτεχνικού
κόσμου. Ήταν οπαδός της Μεγάλης Ιδέας, συμμετείχε στην Εθνική Εταιρεία το
1910 μαζί μ' άλλες προσωπικότητες του πνευματικού κόσμου (Γληνό, Δελμούζο,
Τριανταφυλλίδη, Καζαντζάκη κ.ά.), μάλιστα συνέβαλε στην ίδρυση του
Εκπαιδευτικού Ομίλου που ο βασικός του στόχος ήταν ο αγώνας για την
επικράτηση της δημοτικής γλώσσας.
Σταμάτησε τη συγγραφική παραγωγή λογοτεχνικών έργων το 1910. Έπειτα, εκτός
από δημοσιεύσεις παλαιότερων έργων, ασχολήθηκε με συγγραφή αναγνωσμάτων για
σχολικά εγχειρίδια. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) ως
7. ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 7
Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ
Panos filologos
στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχθηκε στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης.
Αυτό είχεν αποτέλεσμα τον περιορισμό και την εκτόπισή του στη Μυτιλήνη κι
αργότερα και την αποστράτευσή του. Το 1918 νοσηλεύτηκε σε σανατόριο στο
Μαρούσι με κλονισμένην υγεία. Το 1920 επανήλθε στο στρατό, αλλά 2 χρόνια μετά
μ' αίτησή του αποστρατεύτηκε για λόγους υγείας.
Πέθανε στις 24 Οκτώβρη 1922, στο Μαρούσι ενώ είχε αποστρατευτεί κι ήταν
άρρωστος από φυματίωση, σ' ηλικία 56 ετών.
Θεωρείται από τους πρωτοπόρους πεζογράφους της γενιάς του κι από τους
πρώτους Έλληνες ρεαλιστές πεζογράφους. Ρεαλιστής γιατί στα έργα του περιγράφει
τις πραγματικές σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους χωρίς
να τις ωραιοποιεί.
Στις μετακινήσεις του σαν στρατιωτικός γιατρός γνώρισε από κοντά τον κόσμο
της επαρχίας, έναν κόσμο γνήσιο μεν αλλά καθυστερημένο. Με ζωηρές περιγραφές
παρουσιάζεται η ψυχική και πνευματική κατάπτωση ενός κόσμου που τον πλήττει η
αμάθεια, οι δεισιδαιμονίες, η προκατάληψη και συνακόλουθα η κακία. Η επιδίωξη
του συγγραφέα δεν είναι να δυσφημήσει αλλά να πει τα πράγματα με τ' όνομά τους,
γιατί έτσι μόνο θα βοηθήσει να διορθωθούν, ν' αλλάξουν. Στην αρχή ξεκίνησε
γράφοντας στη καθαρεύουσα αλλά το 1892 προλογίζοντας το βιβλίο του "Διηγήματα"
γράφει για τη καθαρεύουσα:
«Είναι γλώσσα μπαλσαμωμένη... που σου παγώνει τον ενθουσιασμό, σου
πλαστογραφεί την ιδέα, σου κόβει τη δύναμη, σου αλλάζει το αίσθημα...».
10. Ανάλυση
Τα «Ναυάγια» του Καρκαβίτσα είναι ένα μικρό διήγημα, αλλά μπορεί
να πάρει διαστάσεις μυθιστορήματος ή τραγωδίας. Ο συγγραφέας
συγκεντρώνει όλη τη δράση σε δύο εικόνες, σε δύο σκηνές και σ’
ένα πρόσωπο, τον καπετάν Ξυρίχη. Όλα τα άλλα τα παραλείπει. Τ’
αφήνει στον αναγνώστη του. Πιάνει την υπόθεση από το δραματικό
αποκορύφωμά της. Tι προηγήθηκε δεν μας πληροφορεί, ούτε μας λέει
ποιος ήταν αυτός ο καπετάν Ξυρίχης και τι ζητούσε στο τηλεγραφείο.
«Μόλις αράξαμε στη Στενή, ο καπετάν Ξυρίχης πήρε τη βάρκα κι
έτρεξε στο τηλεγραφείο». Εκεί μαθαίνει με αγωνία, πως το καράβι, με
τα δυό αδέρφια του, δεν γλίτωσε απ’ τη φουρτούνα. «Σκουντούφλης ο
καπετάν Ξυρίχης κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει
το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά», στον τόπο του ναυαγίου. Εκεί,
μέσα στους σωρούς των συντριμμιών, βρίσκει τ’ απομεινάρια του
καραβιού, βρίσκει παρακάτω και τα αδέρφια του «ασούσουμα», δηλαδή
παραμορφωμένα. Τ’ αναγνώρισε από διαίσθηση. Ο συγγραφέας δεν σταματά
8. ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 8
Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ
Panos filologos
στη δραματική αυτή αποκάλυψη και αναγνώριση. Περιορίζεται σε λίγες
γραμμές, αλλά τι γραμμές : «Και τότε τα μάτια του Ξυρίχη στέρεψαν
[ ο συγγραφέας δεν μας είπε, ότι πρωτύτερα έκλαιγε]. Ούτε δάκρυα
βγάζουν, ούτε σπαρταρούν. Τη θάλασσα μόνο κοιτάζουν πεισμωμένα.
Άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται και πέφτει με ορμή, που την τρόμαξε, και
πισωπάτησε εκείνη φοβισμένη [ με τη φοβερή και τόσο παραστατική
αυτή εικόνα, σε μια φράση, ο συγγραφέας αποκορυφώνει δραματικά την
αφήγησή του].
Ακολουθεί η λύση, «μετά φόβου περαίνουσα, την των τοιούτων
παθημάτων κάθαρσιν», όπως θάλεγε ο Αριστοτέλης. Είναι η αδελφική
αγάπη, «η παρηγοριά, η μακρινή υπόσχεση», το μεγάλο μυστικό που
ψιθυρίζει στ’ αυτί των ναυαγών ο θαλασσόλυκος. Ποιο ήταν το μυστικό
αυτό δεν μας το λέει ο συγγραφέας, ούτε τι ήταν αυτή η μακρινή
υπόσχεση, αυτή η παρηγοριά. «Έπειτα σκύφτει και γλυκοφιλεί τ’ αδέρφια
του. Χαϊδεύει τους τα χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σα να φοβάται
μην τα ξυπνήσει, τους ψιθυρίζει κάτι μυστικά στ’ αυτί, θες παρηγοριά,
θες μακρυνήν υπόσχεση». Έπειτα με το λάζο αρχίζει να σκάφτει τον
τάφο τους. Παιδεύτηκε κάπου μιαν ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά.
Απίθωσε πρώτα τ’ αδέρφια, έπειτα τον ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες,
κύλησε επάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του
κι έφτασε στα Θεραπειά. Βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο
του [ αυτό το «πάλι» λέει πολλά]. - Έτοιμα; ρωτά το γραμματικό.- Έτοιμα. -
Βίρα άγκουρα!». Ο καπετάν Ξυρίχης αμίλητος έπιασε τη θέση του στο
κάσαρο και εξακολουθήσαμε το ταξίδι. [ Αυτό το «εξακολουθήσαμε»
συνδέει το διήγημα με την αρχή του «μόλις αράξαμε», μας δείχνει πως
αφηγητής, δεν είναι ο συγγραφέας, αλλά κάποιος ναυτικός απ’ το
πλήρωμα του καραβιού, και το απομνημονευτικό αυτό προσωπικό
στοιχείο κάνει τη διήγηση υποβλητικότερη, πιο πειστική, πιο αληθινή,
πιο πονεμένη.
Ο αναγνώστης, που έζησε τη φρικιαστική εικόνα της περιγραφής του
ναυαγίου και είδε το Ξυρίχη να βρίσκει και να θάφτει τ’ αδέρφια
του, κι ύστερα να φεύγει αμίλητος για να συνεχίσει την πάλη του
με τη ζωή και με το φοβερό στοιχείο που του έφαγε τ’ αδέρφια
και παρ’ ολίγον νάτρωγε κι αυτόν ο αναγνώστης, που έζησε την
αγωνία του Ξυρίχη στο τηλεγραφείο, την ηρωική αναζήτηση, στον
μακάβριο τόπο του ναυαγίου, την ανεύρεση των δύο ναυαγών απ’ τον
αδελφό τους. Ο αναγνώστης που είδε την θάλασσα να τρομάζει και
να πισωπλατά μπροστά στο γρόθο της βουβής οργής του
θαλασσόλυκου, και ένοιωσε την τρυφερότητα της αδελφικής ψυχής
του και τον αγώνα του να τους εξασφαλίσει τάφο στην άξενη γή,
σκάφτοντας με το λάζο του το χώμα και, τέλος τον είδε να
σκύφτει και να μιλά στ’ αδέρφια του λόγια «παρηγοριάς και
μακρυνής υπόσχεσης», κι ύστερα να φεύγει αμίλητος, και να συνεχίζει
τη σκληρή του μοίρα, με εκείνο το φοβερό «έπιασε τη θέση του στο
κάσαρο κι εξακολουθήσαμε το ταξίδι», βυθίζεται σε πολλές σκέψεις,
κάνει πολλούς συνδυασμούς μέσα του, αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα
κι ερωτήματα χωρίς τη συμπαράσταση του συγγραφέα. Το πρώτο, που
αγωνίζεται να συλλάβει είναι, από που αρχίζει πραγματικά το διήγημα
και που τελειώνει. Αρχίζει απ’ τη μορφή μιας μάνας, ενός χωριού,
μιας φτώχειας, που έκανε τα τρία αδέρφια να πάρουν το δρόμο της
9. ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 9
Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ
Panos filologos
πιο αχάριστης ξενιτειάς και της πιο σκληρής βιοπάλης. Και τελειώνει
μέσα στην ανεξιλέωτη αναγκαιότητα της ζωής, στον αναπόδραστο
νόμο της ανθρώπινης μοίρας.
Και το διήγημα κλείνει ουσιαστικά από εκεί που άρχισε, δηλ. πάλι
στο χωριό, όπου ποιος ξέρει πόσες τρυφερές ψυχές, πόσες στοργικές
μορφές θα δεχτούν τον κεραυνό του πόνου.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί το θλιμμένο αδερφό, σκυμμένο στο
κάσαρο, ν’ αντιμετωπίζει το χάρο, αμίλητος. Βλέπει με τα μάτια της
ψυχής του, το πλοίο να ταξιδεύει σ’ έν’ ατέλειωτο ταξίδι. Θυμάται τη
φράση- μια φράση που σφάζει: «Και εξακολουθήσαμε το ταξίδι». Το
πλοίο, το ταξίδι, ο καπετάνιος, αυτό το «πάλι» γίνονταν μέσα του
σύμβολα της μοίρας στην πιο σκληρή της μορφή. Ύστερα ο
αναγνώστης θυμάται…τι να πρωτοθυμηθεί σ’ αυτό το διήγημα; Τις
συνωστισμένες γυναικούλες του τηλεγραφείου, που μ’ αγωνία περιμένουν
να μάθουν, αν τα παιδιά και τ’ αδέρφια τους σώθηκαν απ’ τη
φουρτούνα ή τ’ αδικοχαμένα νιάτα, που τα σύντριψε η θάλασσα και
τα σώριασε παραμορφωμένα στους βράχους; Μια εικόνα φρίκης και
καταστροφής, ένα μακάβριο μαυσωλείο από πτώματα και συντρίμμια
οργής των στοιχείων, που ο συγγραφέας μας το ζωντανεύει με
ρεαλισμό και τέχνη απαράμιλλη, αφήνοντας να ξεσπάσει ο πόνος του,
ο θρήνος του, με τ’ αλυχτήματα του σκύλου που θρηνούσε, σαν
άνθρωπος, τη συντριβή της ομορφιάς και της νιότης.
Εκεί, όμως που σταματά η ψυχή του αναγνώστη είναι ο μοιραίος
σκύλος και το «ομορφοφκιασμένο, άγγελος, τρεχαντήρι, που πριν πρόβαινε
με πανιά και ξάρτια, και όμως τώρα ήταν καρφωμένο στο βράχο,
λες κι αρμένιζε… Κι ένα σκυλί, στην πρύμνη δεμένο, γύριζε μάτια
φωτιές, δάγκωνε την αλυσίδα του και το νερό κοιτάζοντας αλύχταγε
κι αλύχταγε, σα να το έβριζε που χάλασε τ’ ομορφοκάραβο». Το
τρεχαντήρι αυτό υψώνεται σε σύμβολο της χαμένης ανελέητα νιότης
και ομορφιάς, και ο σκύλος που αλυχτά ασταμάτητα και απειλητικά
είναι η γοερή διαμαρτυρία ενάντια στην αδυσώπητη μοίρα, μια
διαμαρτυρία όμως ανώφελη, που πνίγεται στην ερημιά και είναι
καταδικασμένη πολύ γρήγορα να πνιγεί, με τον αναπόφευκτο θάνατο
του δεσμώτη. Πιο συμβολικό περιεχόμενο παρουσιάζει η γροθιά του
καπετάνιου. Υψώνεται φοβερή, αλλά πέφτει γρήγορα με ορμή δείχνοντας
την υποταγή στην ανθρώπινη μοίρα. Μ’ όλα αυτά το διήγημα δεν
τελειώνει, δεν εξαντλείται εδώ.
Έχει κι άλλες πτυχές, κι άλλα μοτίβα, όπως μια μηχανή έχει ένα
σωρό εξαρτήματα γύρω στον κεντρικό της άξονα. Το καθένα
δουλεύει με δικό του τρόπο, είναι ένας ξεχωριστός κόσμος. Κι όλα
μαζί δίνουν την κίνηση, συντελούν στη λειτουργία της μηχανής. Κι
αναρωτιέται στο τέλος ο αναγνώστης. Ποιο είναι το νόημα, η κεντρική
ιδέα του κομματιού; Τι ήθελε να δείξει ο συγγραφέας; Τη
φρικιαστική εικόνα των σωριασμένων στην άγρια ακτή ναυαγίων, την
αδελφική αγάπη, που σκάφτει με λάζο τον τάφο των ναυαγισμένων
αδερφών ή μήπως τον ηρωισμό του καπετάνιου, που ξεπέρασε όλα
τα εμπόδια και κατόρθωσε να βρει τα ναυαγισμένα αδέρφια του. ΄Η
μήπως, μ’ αυτές τις απειλές προς τη θάλασσα και μ’ εκείνα τα
μυστικά στ’ αυτιά των νεκρών, που έμοιαζαν με παρηγοριά και
«μακρυνή» ( αυτό το μακρινή έχει μεγάλο νόημα ) υπόσχεση», ο
10. ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 10
Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ
Panos filologos
συγγραφέας βάζει τον ήρωά του να οραματίζεται ένα ανώτερο φωτεινό
μέλλον, που δεν θ’ αναγκάζει τους ανθρώπους της θάλασσας να
ταξιδεύουν με φουρτούνες και θύελλες, και θάχουν τη δυνατότητα ν’
αντιμετωπίζουν τα αδάμαστα στοιχεία της φύσης με περισσότερες
προφυλάξεις; ΄Η, τέλος, μήπως, αν σκεφτούμε το περιεχόμενο του τίτλου,
που τον βάζει μάλιστα χωρίς άρθρο (Ναυάγια, όχι Τα ναυάγια), ο
συγγραφέας θέλησε να δείξει, ότι η ανθρώπινη μοίρα είναι τυφλή και
δεν λογαριάζει, όπως «η λεβεντοπνίχτρα και φαρμακερή» του δημοτικού
τραγουδιού θάλασσα, τα θύματά της, αλλά ούτε και υπάρχει τρόπος
να την εκδικηθεί κανείς ή να τη σταματήσει στα καταστροφικά της
έργα, και συνεπώς τα γαυγίσματα του σκύλου, όπως και οι απειλές
του Ξυρίχη, ακόμα και οι οραματισμοί του, αποτελούν μια τραγική
ειρωνεία της μικρότητας του ανθρώπου μπροστά στη μοίρα του;
Μπορεί να ευσταθήσει ακόμα, ως προς την έννοια του κομματιού,
και μιαν άλλη εκδοχή, αυτή που βγαίνει απ’ την τελευταία φράση του
«και εξακολουθήσαμε το ταξίδι», δηλαδή σα να μην έγινε τίποτα, ο
ρυθμός της ζωής συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο, όπως και πριν, και
ο καπετάνιος μ’ όλα τα χτυπήματα της μοίρας και την εσωτερική
επανάσταση που προκάλεσαν μέσα του, υποτάχτηκε στη ζωή, και
ξαναγύρισε στη ρουτίνα της, εφαρμόζοντας τον αδυσώπητο νόμο της.
Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, δηλαδή τίποτε δεν μπορεί να
σταματήσει, το ρυθμό της ζωής. Ακόμα, μπορεί ο συγγραφέας να
ήθελε να δείξει πόσο τυφλή είναι η τύχη, που άφησε να πνιγούν
όλοι και να σωθεί μόνο ένας, ο αδερφός ίσα- ίσα, των δυό απ’ τους
αμέτρητους ναυαγούς, για να επαληθευθεί η ρύση του ποιητή «τους
ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν» και να φανεί, πως αυτός που
σώθηκε ήταν πιο άτυχος απ’ τους πνιγμένους.
Είναι λοιπόν- πολυσήμαντο μέσα στην απλότητα και τη μικρή του,
τριών σελίδων έκταση και δυσκολοκαθόριστο στην κεντρική ιδέα του
το μικρό αυτό διήγημα του Καρκαβίτσα, κι αυτό προέρχεται απ’ την
τεχνική του, που περιορίζεται στις κορυφαίες εικόνες, κι αφήνει τα
πράγματα, κατά τον αφορισμό του Maupassant, να μιλήσουν μόνα
τους. Και επειδή όλα τα πράγματα στον κόσμο, πράξεις, πρόσωπα,
περιστατικά, αντικείμενα κ.λπ. έχουν πολλές πλευρές, η ασχολίαστη, η
γυμνή παρουσία τους μέσα στη διήγηση, και η κατάλληλη
τοποθέτησή τους, τα κάνει σύμβολα που εκφράζουν πολλές έννοιες,
απ’ τις οποίες ο αναγνώστης θα ξεχωρίσει την πιο κυριαρχική, χωρίς
να παρασιωπήσει και τις άλλες, που έχουν κι αυτές σημασία, γιατί
και την κατανόηση της κεντρικής ιδέας φωτίζουν, και ανεξάρτητη
θέση έχουν, όπως π.χ. εδώ η αδερφική αγάπη, η ξενιτειά, η σκληρή
βιοπάλη, η οργή των στοιχείων, η αδυναμία του ανθρώπου, η
αδικοχαμένη νιότη και ομορφιά, η πίκρα της ζωής κ.λπ. Είναι δε
κυριαρχική μια κεντρική ιδέα σ’ ένα οποιοδήποτε έργο τέχνης,
εκείνη στην οποία συγκλίνουν όλα τα στοιχεία του και ιδίως
εκείνη που βγαίνει από ορισμένα μέρη, όπου λανθάνει, δηλαδή
υποκρύπτεται, η ιδέα του συγγραφέα, αφανέρωτη η μισοειπωμένη, σαν
υπόδειξη προς τον αναγνώστη για να προχωρήσει βαθύτερα στην
κατανόηση του έργου. Τέτοια μέρη στο διήγημα, που αναλύσαμε
είναι δυό.
11. ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 11
Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ
Panos filologos
Στην προσωποποίηση του σκύλου που γαυγίζει, και τα γαυγίσματά
του ο συγγραφέας τα χαρακτηρίζει βρισιές ενάντια «στη θάλασσα, που
χάλασε τ’ ομορφοκάραβο». Και στην οργή του καπετάνιου, που
αφήνει τα κλάματα, και τα βάζει με τη θάλασσα, υψώνοντας
απειλητικά το γρόθο του, αλλά κυρίως τα μυστικά, που λέει
σκύφτοντας στο αυτί των νεκρών ναυαγών, που ο συγγραφέας δεν
τα καθορίζει, παρά αόριστα και υπονοητικά, «θες παρηγοριά, θες
μακρυνήν υπόσχεση», δηλαδή τους παρηγορούσε και τους υποσχόταν, ότι
δεν θα ξεχάσει ποτέ το τραγικό τους τέλος, ή τους ίδιους σαν
πολυαγάπητους αδικοχαμένους αδερφούς του.
Απ’ αυτά βγαίνει, το αναμφισβήτητο συμπέρασμα, ότι η κεντρική ιδέα
του κομματιού είναι η διαμαρτυρία για τη σκληρότητα της
ανθρώπινης μοίρας, που πλήττει ανελέητα τα νιάτα, την ομορφιά, τη
χαρά της ζωής, τους φτωχούς και ότι η διαμαρτυρία αυτή πέφτει στο
κενό, όπως τα γαυγίσματα του σκύλου στην ερημιά, και δεν μπορεί
ν’ αλλάξει τη σκληρή πραγματικότητα, που συνεχίζει, όπως ο ήρωας
του διηγήματος, την πορεία της, αδιαφορώντας για τα θύματά της.
Την άγρια όμως αυτή διαμαρτυρία του ήρωα του ο συγγραφέας με
τη φράση του «μακρυνή υπόσχεση» τη φωτίζει και την προβάλλει σ’
ένα απώτερο μέλλον με την αισιόδοξη προοπτική, που εξηγήσαμε
παραπάνω. Είναι μια προοπτική που δίνει στο διήγημα κοινωνικό
χαρακτήρα, γιατί ανυψώνει τη μορφή του αδερφού σ’ ένα υψηλότερο
επίπεδο ανθρωπιάς και κάνει την αδερφική αγάπη κίνητρο ιδανικών.
Ana.mpa culture